μεγαρίτικος

μεγαρίτικος
-η, -ο [Μεγαρίτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζεϊμπέκικος — Νησιώτικος χορός, αντικριστός ή ατομικός. Χορεύεται σε ρυθμό 9/8 και άλλες φορές είναι γοργός, ενώ κάποιες άλλες, αργός και βαρύς. Ο μεγαρίτικος ζ., χορεύεται αντικριστά από ζευγάρια γυναικών που κρατούν ένα μεγάλο μαντίλι, με το οποίο συνοδεύουν …   Dictionary of Greek

  • μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”